κάθυγρος

κάθυγρος
-ή, -ο (AM κάθυγρος, -ον)
ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος
μσν.
(για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη
2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή τη θάλασσα («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑγρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάθυγρος — very wet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθυγρον — κάθυγρος very wet masc/fem acc sg κάθυγρος very wet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυγροτάτη — κάθυγρος very wet fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύγροις — κάθυγρος very wet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύγροισιν — κάθυγρος very wet masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύγρου — κάθυγρος very wet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύγρους — κάθυγρος very wet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύγρων — κάθυγρος very wet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύγρῳ — κάθυγρος very wet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθυγρα — κάθυγρος very wet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”